- νομοκράτης
- νομοκράτης, ὁ (Μ)1. αυτός που εποπτεύει για την εφαρμογή τών νόμων, δικαστής2. οπαδός πολιτικο-οικονομικού συστήματος τού μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση τού δικαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. τρομο-κράτης].
Dictionary of Greek. 2013.